- απίστομα
- επίρρ.1) ничком;
πέφτω (τ') απίστομα — падать ничком;
2) кверху дном;τοποθετώ απίστομα — поставить дном кверху
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πέφτω (τ') απίστομα — падать ничком;
τοποθετώ απίστομα — поставить дном кверху
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απίστομα — και τ απίστομα επίρρ. τροπ., μπρούμυτα: Είχε πέσει τ απίστομα (αντίθ. ανάσκελα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απίστομα — (επίρρ) βλ. επίστομα … Dictionary of Greek
πίστομα — επίρρ. τροπ., και απίστομα, μπρούμυτα: Τρεις μέρες μες στα Γιάννινα σέρνουνε το κορμί του τ ανάσκελα τ απίστομα και το ποδοκυλούνε (Βαλαωρίτης). – Βάλε τα ποτήρια πίστομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επίστομα — (I) και απίστομα και πίστομα (Μ ἐπίστομα) [στόμα] επίρρ. με το στόμα προς το έδαφος, μπρούμυτα. (II) το 1. το μπροστινό τμήμα τής κεφαλής τών εντόμων ανάμεσα στο άνω χείλος και στο μέτωπο 2. μικρή κινητή γλώσσα τών βρυοζώων … Dictionary of Greek
επιστομίζω — και απιστομίζω (AM ἐπιστομίζω) [επίστομα] νεοελλ. 1. βάζω κάποιον επίστομα (ή απίστομα), με το στόμα, το πρόσωπο στο έδαφος, μπρούμυτα 2. πέφτω επίστομα, μπρούμυτα 3. μπαίνω μπροστά σε κάποιον και τόν εμποδίζω αρχ. μσν. 1. φιμώνω, τοποθετώ… … Dictionary of Greek
καταπίστομα — επίρρ. με το στόμα προς τη γη, μπρούμυτα, κατά τρόπο πρηνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀπίστομα (< φρ. ἐπὶ στόμα)] … Dictionary of Greek
πρηνηδόν — επίρρ. τροπ., μπρούμυτα, αλλ. απίστομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)